μεσοπορία

μεσοπορία
η (Α μεσοπορία) [μεσοπόρος]
η μισή πορεία, το μέσο ολόκληρης τής πορείας
νεοελλ.
ναυτ. το κέντρο μιας ναυτικής παράταξης που πλέει σε γραμμή παραγωγής, το μεταξύ τής πρωτοπορίας και τής ουραγίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσοπορίας — μεσοπορίᾱς , μεσοπορία half journey fem acc pl μεσοπορίᾱς , μεσοπορία half journey fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”